πουρί — πουρί, το και πωρί, το 1. πορώδες πέτρωμα, πωρόλιθος. 2. ασβεστούχο υπόλειμμα σε δοχεία βρασμού, λέβητες, σωλήνες, στα δόντια: Τα δόντια μου γέμισαν πουρί και θέλουν καθάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πούρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.). * * * Ν (μόριο) (στον Ερωτόκρ.) 1. λοιπόν («κι άσ τονε πούρι τον καιρό κι ας πορπατή») 2. άραγε («ἱντα ναι τα μιλείς,… … Dictionary of Greek
ποτ-πουρί — το, Ν 1. μουσ. α) σειρά από μελωδίες παρμένες από όπερες ή οπερέτες συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τρόπο αυθαίρετο β) σειρά από κουπλέ ή ρεφραίν παρμένα από διαφορετικά τραγούδια 2. μτφ. συνονθύλευμα, σύνολο από ποικιλόμορφα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πουριάζω — Ν [πουρί] πιάνω πουρί … Dictionary of Greek
Μουσείο Χρήστου Καπράλου — Το μουσείο, που στεγάζεται σε ένα πέτρινο κτίσμα του 1963 και σε έξι αίθουσες, που χτίστηκαν σταδιακά, για να στεγάσουν τη δουλειά του καλλιτέχνη, μέχρι το θάνατό του το 1993, βρίσκεται στη θέση Πλακάκια, 3 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Αίγινας … Dictionary of Greek
λεβητόλιθος — ο το ασβεστούχο επίστρωμα που σχηματίζεται μέσα στους ατμολέβητες, το πουρί τών καζανιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, ητος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Τηλέμαχο Κομνηνό, στην εφημερίδα τού Βόλου Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
πουρός — ή, ό, Ν [πουρί] (με υβριστική σημ.) 1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό ο παλιόγερος ή η παλιόγρια … Dictionary of Greek
πωρί — το / πωρίον, ΝΑ, και πουρί Ν [πῶρος] ο πωρόλιθος νεοελλ. η πέτρα τών δοντιών, τρυγία αρχ. μικρός κάλος … Dictionary of Greek
πωρολυτικός — ή, όν, Μ αυτός που διαλύει τον πώρο, το πουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + λυτικός (λύτης < λύω «διαλύω»)] … Dictionary of Greek